- κρηγύως
- κρήγυοςgoodadverbialκρήγυοςgoodmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήγυος — κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, ον (Α) 1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.) 2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.) 3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος 4. (για γυναίκα) τίμια 5. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek